κουκκίδα

κουκκίδα
και κουκίδα, η
1. στίγμα
2. το σημείο τής τελείας
3. φρ. «τρεις κουκκίδες» — το σημείο τὼν αποσιωπητικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουκκίδα (ορθτ. αντί κουκίδα) < κόκκος + υποκορ. κατάλ. -ίς, -ίδος, με κώφωση τού -ο-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταστιγής — καταστιγής, ές (Α) κατάστικτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στιγής (< στίγος «κουκκίδα»), πρβλ. α στιγής, περι στιγής] …   Dictionary of Greek

  • κύβος — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”