- κουκκίδα
- και κουκίδα, η1. στίγμα2. το σημείο τής τελείας3. φρ. «τρεις κουκκίδες» — το σημείο τὼν αποσιωπητικών.[ΕΤΥΜΟΛ. < κουκκίδα (ορθτ. αντί κουκίδα) < κόκκος + υποκορ. κατάλ. -ίς, -ίδος, με κώφωση τού -ο-].
Dictionary of Greek. 2013.